ἀρμενόξυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμενόξυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμενόξυλο τό, ἀμάρτ. ἀρμινόξ’λου Μακεδ. (Σέρρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένις καὶ τοῦ οὐσ. ξύλο.
Σημασιολογία
Ξύλον τι διδόμενον εἰς τὰς ἀρτιτόκους γυναῖκας καὶ τὰ βρέφη ὡς κακοῦ ἀποτρόπαιον. Πβ. ἀρμενιάζω καὶ ἀρμενίζω (ΙΙ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA