ἀνάφτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάφτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνάφτης ὁ, Λεξ. Δημητρ. Θηλ ἀνάφτρα ἡ, Λεξ. Βλαστ. 861 Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνάπτης = ρᾳδιοῦργος, ὑποκινητής. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Μακρὰ ξυλίνη ράβδος φέρουσα κατὰ τὸ ἄκρον κηρίον, διὰ τῆς ὁποίας ἀνάπτονται ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τὰ κανδήλια, οἱ πολυέλεοι καὶ αἱ λαμπάδες Λεξ. Δημητρ. Συνών. καντηλανάφτης. 2) Τὸ θηλ. ἀνάφτρα, ὑπερβολικὴ θερμότης, καῦμα Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. : Αὐγουστιˬάτικη ἀνάφτρα Λεξ. Δημητρ. Συνών. κάψα, λαύρα, λιˬοπύρι
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA