ἀρμενόπαππας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμενόπαππας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρμενόπαππας ὁ, σύνηθ. ἀρμενόποππας Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρμενοπαππᾶς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) κ.ἀ. ἀρμινουπαππᾶς Θρᾴκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένις καὶ τοῦ οὐσ. παππᾶς.
Σημασιολογία
1) Ἱερεὺς Ἀρμένιος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) 2) Ὁ καρπὸς μήκωνος μετὰ τοῦ μίσχου ἀποσπῶμενος καὶ παιδικὸν ἄθυρμα ἀποτελῶν (διὰ τὴν ὁμοιότητα τοῦ σχήματος ἰδίᾳ τοῦ ἄνω μέρους αὐτοῦ πρὸς τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς Ἀρμενίου ἱερέως) Θρᾴκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA