ἀρμενοπούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενοπούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρμενοπούλλα ἡ, κοιν. ἀρμινουπούλλα βόρ. ἰδιώμ. ἀρμενόπουλλο τό, κοιν. ἀρμινόπ’λλου βόρ. ἰδιώμ. ἀρμενοπούλλιν Πόντ. (Κερασ.) ἀρμενοπούλλ’ Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένις καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -πούλλα -πουλλο.

Σημασιολογία

Τέκνον θῆλυ ἢ ἄρρεν Ἀρμενίου κοιν.: ᾿Επῳδ. Μὶ ἀρμέ᾿σι ἡ μάννα μ’, μὶ ἀρμέ᾽σι ἡ ἀδιρφή μ’, πέρασα κ᾿ ἰγώ ἡ ἀρμινουπούλλα κὶ δὲν ἀρμινίστ’κα Θεσσ. (Ὄλυμπ.) || ᾎσμ. ’Σ τὴν Ἀρμενιˬὰν ὑπάω καὶ παντρεύγομαι καὶ παίρ’ ἀρμενοπούλλαν, μάισσας παιὶν (παιδὶ) Κάρπ. Δὲν ἔχει μάννα νὰ dὸν διˬῇ, κύρι νἀ dὸ gοιτάξῃ, μόν’ ἔχει τρεῖς Ἀρμένισσες καὶ τρεῖς ἀρμενοποῦλλες γὴ μνιˬὰ τὸν πάνει κρυὸ νερό, γὴ ἄλλ᾿ ἀφρᾶτο μῆλο, γὴ τρίτη ἡ μικρότερη βασιλικὸ μὲ τ᾿ ἄθη Θρᾴκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/