ἀχνολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχνολογῶ ἀμάρτ. ἀχνολογάω Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀχνολόγος ἢ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. ἀχνὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –λογῶ.
Σημασιολογία
Ἀναδίδω ἀτμὸν ἐπὶ μακρόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA