γεροντοσεβντᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοσεβντᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροντοσεβντᾶς ὁ, ἀμάρτ. γεροdοσεβdᾶς Κρήτ. (Νεάπ. Σέλιν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. σεβντᾶς.
Σημασιολογία
Ἐρωτικὸν πάθος δημιουργούμενον κατὰ τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν: Ὁ Θεὸς νὰ σᾶσε φυλάῃ ἀποὺ τὸ ἄδικο, μὰ κˬι ἀποὺ τὸ γεροdοσεβdᾶ (ξεμιστεύγῃ = γλυτώνῃ) Νεάπ. || Ποίημ. Ἔχετε γε͜ιά, bουbόγεροι μὲ τζιbλιˬασμένα μάθιˬα, ἀποὺ ὁ γεροdοσεβdᾶς σᾶς ἤκανε κομμάθιˬα. Νεάπ. Συνών. γεροντοέρωτας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA