ἀναφτουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφτουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφτουρίζω ΑΚυριαζ. ἐν ᾿Αν'θολ. Η’Αποστολίδ. 180
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνάφτω καὶ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλ -ουρίζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀλεθουρίζω, γυˬαλουρίζω, κλαουρίζω, φεγγουρίζω κτὅ.
Σημασιολογία
Παρουσιάζω ἀσυνήθη κίνησιν : Ποίημ. Τὴ νύφη δὰ περάσουνε | κ᾽ ἡ ρούγα ἀναφτουρίζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA