ἀναφυλλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφυλλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφυλλιˬάζω Κεφαλλ. -ΑΜελαχριν. ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 245-Λεξ.Λεγρ. Μπριγκ. Μες. ἀναφυλλιˬάν-νουμου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀναφυργουμαι Πόντ. (Χαλδ. ἀναφυρουμαι Ποντ (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φυλλιˬάζω.

Σημασιολογία

1)Ἐκφύω φύλλα, ἀναθάλλω, ἐπὶ δένδρων Κεφαλλ. -ΑΜελαχριν. ἔνθ᾽ ἀν.-Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ.: Ποίημ. Οἱ ἀκρογιˬαλιˬὲς ἀντιβοοῦν, τὰ δάση ἀναφυλλιˬάζουν ΑΜελαχριν. ἔνθ’ἀν. Συνών. ἀναφουντουλλίζω 1, ἀναφυλλίζω 1, φουντουλλίζω, φουντώνω, φυλλιˬάζω. 2) Μεταφ. ἀνακτῶ δυνάμεις, ἀναζωογονοῦμαι. Κεφαλλ Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)-Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. Συνών ἀναδίνω Β 1 γ, ἀναζῶ Α 1, ἀναθάλλω Α 2, ἀνακαρώνω (Ι) 1, ἀναλαβαίνω 2, ἀναφυλλίζω 2, δυναμώνω, καρδαμώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/