βρόχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρόχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρόχι (ΙΙ) τό, βρόχιˬο Ρόδ. βρόιˬο Ρόδ. βρόχι σύνηθ. βρό’ Ἤπ. (Ἄρτ. Ζαγόρ.) Λῆμν. Μακεδ. (Σιάτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) βρόσι Μεγίστ. φρούσι Ἄνδρ. Ρόδ. (Ἀπολακ.) χρούσι Ρόδ. (Ἀπολακ.) ἀβρό’ Θεσσ. (Καρδίτσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ βρόχιον.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς βρόχος, θηλειὰ ἐκ τριχῶν οὐρᾶς ἵππου ἢ ἐκ λεπτοῦ καὶ στερεοῦ νῆματος ἢ ἐκ σύρματος, διὰ τῆς ὁποίας συλλαμβάνουν ἐκ τοῦ λαιμοῦ τὰ πτηνὰ ἢ μικρὰ ζῷα σύνηθ. β) Δίκτυον πρὸς σύλληψιν ἰχθύων Θεσσ. (Ἀϊβάν.) Μακεδ. (Σισάν.) || ᾎσμ. Ρίχνει τὰ βρόχιˬα ᾿ς τὸ γιˬαλό, τὰ ξόβεργα ’ς τοὺς κάμπους Σισάν. γ) Θηλειὰ ἀπὸ στάχυν προσδενομένη εἰς τὸ σχοινίον, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι δεμένα τὰ ἄλογα κατὰ τὸν ἁλωνισμὸν ἀπὸ τὸν στοιχηρὸν στῦλον εἰς τὸ ἁλώνι Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Κόκκιν. Παππούλ.) 2) Συνεκδ. παγίς, διὰ τῆς ὁποίας συλλαμβάνονται πτηνὰ σύνηθ.: Στήνω βρόχιˬα, πολλαχ. Ἔπιˬακα ἕνα gόσσυφα μὲ τὸ βρόχι Εὔβ. (Κουρ.) || Φρ. Τὸν ἔπιˬασε ᾿ς τὰ βρόχιˬα της (ἐπί γυναικὸς ἡ ὁποία κατακτᾷ ἄνδρα) σύνηθ. Τὸν ἔβαλε ᾽ς τὰ βρόχια (συνών. τῇ προηγουμ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πιˬάστηκε ’ς τὰ βρόχιˬα (ἐνυμφεύθη) πολλαχ. Ἔπισι ᾿ς τὰ βρόχιˬα μ᾿ (ἔπεσε, εἶναι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου) Σάμ. || Γνωμ. Χουρὶς νὰ θέλῃ οὑ Θιὸς οὔτι πουλλὶ ᾿ς τοὺ βρόχι Στερελλ. (Αἰτωλ) Μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ μπαίν’ καὶ τὸ πουλλὶ ᾿ς τὸ βρόχι Ἤπ. || ᾎσμ. Θὰ στήσ’ ἀβρόχι ᾿ς τὰ βουνὰ κιˬ ἀντίβρουχου ’ς τοὺς κάμπους κ’ ἕνα μεγάλ’ ἀντίβρουχου μέσ᾿ τοὶς κρυοβρυσοῦλλες Θεσσ. (Καρδίτσ.) Μ’ ἐγέλασαν, μ᾿ ἐπλάνεψαν, σάν τὸ πουλλὶ ᾿ς τὸ βρόχι Ἤπ. Γιὰ σώπα σώπα, πέρδικα, καὶ μὴν πολυκαυχε͜ιέσαι, θὰ στήσω βρόχια ’ς τὰ βουνὰ καὶ ξόβεργα ’ς τοὺς κάμπους, τὰ δίχτυα τὰ μεταξωτὰ σὲ μαρμαρένιˬα βρύσι Πελοπν. (Βούρβουρ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βροχάδα (ΙΙ). 3) Τὸ εἰς τὸ μέσον τῆς κάτω πέτρας τοῦ μύλου προσηρμοσμένον ξύλον, τὸ ὁποἶον ἔχει ὸπήν, διὰ μέσου τῆς ὁποίας διέρχεται καὶ περιστρέφεται ὁ ἄξων τοῦ μύλου Εὔβ. (Κάρυστ.) Κάρπ. Κρήτ. Λῆμν. Νάξ. (Φιλότ.) Πελοπν. (Λακων. Ὀλυμπ.) 4) Τεμάχιον ξύλου χονδροῦ τιθέμενον μεταξὺ τῆς κατὰ μῆκος τῆς στέγης μεγάλης δοκοῦ καὶ τοῦ ὑποβαστάζοντος αὐτὴν ἐν τῷ κέντρῳ τῆς οἰκίας στύλου Ρόδ. 5) Σιδηροῦν ἢ λίθινον ὑποστήριγμα τοῦ ἐξώστου τῆς οἰκίας Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/