βροχιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βροχιˬάζω (Ι) ἀμάρτ. βροιάζω Κύπρ. βρουχιˬάζου Θρᾴκ. (Τζετ. Τσανδ.) βρουιˬάζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βροχή.

Σημασιολογία

1) Ὑγραίνω ἔνθ’ ἀν.: Βρουχιˬάζω τὸ ’ναρ’ (ρίπτω τὸ λινάρι μέσα εἰς τὸ ρέμα διὰ νὰ σαπίσῃ καὶ τὸ σκεπάζω μὲ ἄμμον καὶ χῶμα διὰ νὰ μὴ τὸ βλέπῃ ὁ ἥλιος καὶ τὸ ξηραίνει) Τζετ. Τσάνδ. 2) Προσλαμβάνω δυσάρεστον ὀσμήν, ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ὅταν τοῦτο παραμείνῃ πολλὰς ἡμέρας ἐντὸς δοχείου ἢ κοιλώματος τοῦ ἐδάφους Κύπρ.: Τὸ νερὸν ἐβρόιˬασεν. Νερὸν βροιˬασμένον. 3) Εὐρωτιῶ Κύπρ.: Τὸ κολόκιν ἐβρόιˬασε (κολόκιν=τὸ κολοκύθι). Συνών. βρουχνιˬάζω, μουχλιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/