ἀναφύλλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφύλλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναφύλλισμα τό, ἀμάρτ. ἀναφύ’μα Στερελλ (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναφυλλίζω. Ὁ τύπ. ἀναφύ’μα ἐξ ἀμαρτ. ἀναφυλλῶ παρὰ τὸ ἀναφυλλίζω.
Σημασιολογία
Φαινομενικὴ βελτίωσις τῆς καταστάσεως ἐτοιμοθανάτου : Σήμιρα σὰν κὶ πήρι τοὺ καλύτιρου οὑ ἄρρουστους.-Τί τ᾽ ἀκούς αὐτά, κακουμοίρ’ , ἀναφ’ λλήματα θανά ’νι! Συνών.ἀναγάλλιˬασι 2, ἀνακαλουρίδα 3, ἀνακαλούρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA