ἀναφύρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφύρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφύρω Δ.Κρήτ. ἀνιφύρου Λεσβ ᾿νεφύρω Προπ (Πάνορμ) ’νεφύρνω Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναφύρω.

Σημασιολογία

Συμφύρω, ἀναμειγνύω, περιπλέκω ἔνθ’ ἀν. : Ἀναφύρω τὴ gλωστὴ Κρήτ. Ὁ ἀέρας ἀνάφυρὲνε τὰ γένε͜ια μου-τὸ σπαρμένο αὐτόθ. Ἀναφέρθηκένε ἡ κλωστὴ αὐτόθ. ᾿Αναφερμένο λινάρι αὐτόθ. Ἀναφερμένα μαλλιὰ αὐτοῦ Συνών. *ἀναχορδεύω, ἀναχορδίζω, μπερδεύω, συνών. δὲ τῆς ἀναχορδεύω, ἀναχορδίζω, μπερδεύω, συνών. δὲ τῆς μετοχ. *ἀναμαλλάρις 1, ἀναμαλλιˬάρις, ἀναμάλλιˬαρος ἀναμαλλιˬασμένος (ἰδ. ἀναμαλλιˬάζω 3), ἀνάμαλλος. Πβ. ἀναδεύω, ἀνακατένω, ἀνακατεύω, ἀνακατίζω, ἀνακατώνω, ἀναστατώνω, ἀποφύρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/