γεροντόσπιτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντόσπιτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντόσπιτο τὸ, ἀμάρτ. γεροdόσπιτο Κρήτ. (Ἄγιος Γεώργ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. σπίτι.

Σημασιολογία

Παλαιὰ οἰκία: Ἑσωρήμαξε τὸ γεροdόσπιτο τοῦ παπποῦ μου (= ἡ παλαιὰ οἰκία τοῦ πάππου μου μετεβλήθη εἰς ἐρείπια).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/