ἀρμεχτήρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμεχτήρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμεχτήρι τό, ἀμάρτ. ἀλμεχτέριν Πόντ. (Κερασ.) ἀλμεχτήρ’ Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ. Φερτ.) ἀλμεχτέρ᾽ Πόντ. (Ἀμισ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀλμεχτήρι Καππ. (Τελμ.) ἀλμεχτήρ’ Καππ. (Ἀραβάν.) ἀλιμεφτέριν Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) ἀλιμεφτέρι Πόντ. (Ἀμισ.) ἀρμερτήρι Ἀπουλ. (Καλημ.) ἀρμεχτήρ’ Καππ. (Ἀνακ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμέγω.
Σημασιολογία
1) Τὸ σκεῦος ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀμέλγουν Ἀπουλ. (Καλημ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Τελμ. Φερτ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμεγάρι. 2) Τὸ ἀμελγόμενον ζῷον καὶ μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου παρὰ τοῦ ὁποίου κατορθώνει τις νὰ ἀποσπᾷ χρήματα ἢ ἄλλας ὑλικὰς ὠφελείας Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.): Φρ. Ηὗρες τ᾿ ἀλιμεφτέριν (εὗρες τὸν ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον θὰ ἐκμεταλλευθῇς) Οἰν. Συνών. ἀρμεγάδι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA