βροχίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βροχίζω (ΙΙ) Λεξ. Βλαστ. 307 Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βρόχος.

Σημασιολογία

Βροχιˬάζω (ΙΙ) 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Βροχίζω τὴν ἄγκυρα (περιβάλλω διὰ βρόχου τὸν ὄνυχα ἀγκύρας ἀποκοπείσης καὶ κατακειμένης εἰς τὸν βυθὸν διὰ νὰ τὴν ἀνελκύσω) Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/