ἀχνὸς (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνὸς (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχνὸς ὁ, (ΙΙ) ἀχμὸς Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ.) Πόντ. ('Αμισ. Κερασ.) ἀφνὸς Θρᾴκ. (Ἡράκλ. Σαρεκκλ. Σκοπ.) Πόντ. (Οἰν.) ἀθνὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀθινὸς Θρᾴκ. ἀχνὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἄχνους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) ἀχνὲ Τσακων. ’χνὸς τὸ, Κάρπ. Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀτμὸς διὰ τῶν τύπων ἀφνὸς-ἀθνός. 'Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. 'Αρχ. 3 κἑξ. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ μ εἰς ν πβ. ἀριθμὸς-ἀριφνὸς κττ. ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,291. Ὅτι καὶ τὸ ἀθνὸς παλαιὸν μαρτυρεῖ τὸ μεσν. ὑπεραθνίζον παρὰ Προδρόμ. 3,176 (ἔκδ. Hesseling-Pernot).
Σημασιολογία
1) 'Ατμὸς ἀναδιδόμενος ἐκ θερμοῦ ὑγροῦ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Τσακων.: Ὁ καφὲς - τὸ νερὸ - ἡ σούππα - τὸ φαεῖ βγάζει ἀχνὸ κοιν. Συνών. ἄμπουρος, ἀχνούρα. 2) Τὸ ὀλίγον Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ.): Ἄς τρώγουμ’ ἕν’ ἀχμὸν Κερασ. Ἄς τσαμώνω ἕν᾿ ἀχμὸν (ἂς κοιμηθῶ ὀλίγον). 3) Ἡ ἐπιφάνεια, τὸ πρόσωπον τῆς γῆς Κάρπ. Κρήτ.: Τὸ παιδὶ ὥστο νὰ πέσῃ ᾿ς τὸ ’χνὸ τσῆ γῆς βγάνει τσοὶ φωνὲς (τὸ παιδὶ μόλις γεννηθῇ κτλ.) Κρήτ. || Τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸν ἀχνὸ τσῆ γῆς (τὸν ἐξηφάνισε) Κρήτ. || ᾌσμ. Νὰ σβήσουσιν ἀπὸ τὸ ’χνὸς τ' ὄνομα τσῆ γενεˬᾶς των αὐτόθ. Κιˬ ὅπ᾿ ἔχει ’χνὸς ἡ γῆς πατῶ κιˬ ὅπου θωρεῖ τὸ φῶς μου Κάρπ. 4) Ὁ κατὰ τὴν ἀναπνοὴν ἐκπνεόμενος ἀὴρ κοιν.: Ὅταν είναι κρύο φαίνεται ὁ ἀχνός μας. Μὲ τὸν ἀχνὸ θαμπώνει τὸ γυˬαλὶ-τὸ τζὰμι κοιν. || ᾎσμ. ᾽Αναστενάζω, βγαίν’ ἀχνός, μέσα γιˬαέρν’ ὁ πόνος κιˬ ὅπου μᾶς ἐξεχώρισε νὰ μὴ dὸν εὕρ' ὁ χρόνος Κρήτ. Συνών. ἄμπουρος. 5) Ὁμίχλη Κύπρ.: Τὸ βουνὸν ἔβκαλεν ἀχνόν. Συνών. ἄχνα 1γ, ἀχνάδα (Ι) 1γ. 6) ’Αναθυμίασις, ἀπόπνοια Κῶς - Λεξ. Πόππλετ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA