ἀχνὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχνὸς ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) 'χνὸς Κάρπ. οὐχνὸς Ἤπ. (Ἰωάνν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχνα κατὰ τὸ ἀράχνη-ἀραχνός, λιβάνι-λιβανός, μέλισσα-μελισσὸς κττ. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τῶν τοιούτων ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,148.
Σημασιολογία
1) Ὠχρός, χλομὸς σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.): ’Αχνὸ πρόσωπο. ’Αχνὸ χείλη. Κωπέλλα ἀχνὴ σὰν κερί. Ἔγινε ἀχνὸς ἀπὸ τὸ θυμό του - ἀπὸ τὸ φόβο του κττ. σύνηθ. Τὸ φεγγάρι ἔλαμπε ἀχνὸ Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 46 || Ποιήμ. Νὰ ἰδῶ τὸ μαῦρο τ' ὀρφανὸ ἀχνὸ καὶ πεινασμένο ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,48 ᾽Αχνὸ τὸ πρόσωπο καὶ τὰ μαλλιˬὰ ξήπλεγα σέρνονται 'ς τὴν τραχηλιˬὰ αὐτόθ. 2,54 Ἦταν ἀχνὸς ᾿ς τὸ θώρι του, 'ς τὴν ὄψι ἀσβολωμένος ΛΜαβίλ. Ἔργα 90 β) Θαμπός, θολός πολλαχ.: 'Αχνὰ βασιλεμένα μάτιˬα (Νουμᾶς 10,437). 2) Ἰσχνός, ἀδύνατος πολλαχ.: ᾽Αχνὰ χέριˬα. 3) Συγκεκινημένος, κατηφὴς Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) 4) ᾽Ασθμαίνων, κατάκοπος Ἤπ. (Ἰωάνν): Τοὺ λάφ’ τριχᾶτου κιˬ οὐχνὸ ἔρχουνταν ᾿κεῖ ποῦ ἦταν οἱ ἀνθρώπ’ (ἐκ διηγ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA