ἀναφωταρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφωταρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφωταρίζω ἀμάρτ. ᾽νεφουταρίζω Κῶς
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναφωτάρα.
Σημασιολογία
Ἀνάπτω πυράν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA