ἀχνοσύννεφο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνοσύννεφο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀχνοσύννεφο τό, ΠΝιρβάν. Θέατρ. 1,14 ἀχνοσύγνεφο ΚΠαλαμ Βωμ.2 58.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀχνὸς καὶ σύννεφο.
Σημασιολογία
Νέφος ἀραιὸν ὡς ὁμίχλη: Τὸ φεγγάρι τὸ χλομὸ θενὰ μαζεύῃ τοὺς ἀχνούς... καὶ θὰ μοῦ φαίνῃ μιˬὰ ἀσημένιˬα φορεσιˬὰ σὰν τ' ἀχνοσύννεφα ΠΝιρβάν. ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. Κιˬ ἀπάνω ᾿ς τ᾿ ἀχνοσύγνεφο μπορεῖ κἀνεὶς νὰ πλάσῃ τ᾿ ἄγαλμα ποῦ σκαλίζει το ᾿ς τὸ μάρμαρ’ ὁ τεχνίτης ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA