ἀναφωτὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφωτὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναφωτὴ ἡ, Λεξ. Αἰν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀναφωτός.
Σημασιολογία
Φεγγίτης τῆς στέγης κυκλικὸς ἢ τετράγωνος, διὰ τοῦ ὁποίου εἰσέρχεται τὸ φῶς καὶ φωτίζεται ἡ οἰκία. Συνών. ἀναφάντης 1, ἀναφορεˬάς 2, ἀναφωτίδα, φενέστρα, φεγγίτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA