βροχοδέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροχοδέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροχοδέρνω Κεφαλλ. –ΚΠαλαμ. Δωδεκαλ. Γύφτ.2 121.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βροχὴ καὶ τοῦ ρ. δέρνω.
Σημασιολογία
Πλήττω διὰ βροχῆς, καταβρέχω: Βροχοδέρνομαι ’ς τὸ χωράφι γιˬὰ τὸ μαῦρο ψωμὶ Κεφαλλ. || Ποίημ. Καὶ καθὼς ὅταν παύῃ ὁ ἄνεμος ǀ τὸ δάσος νὰ ταρακουνάῃ, ξεσπάει τὸ σύγνεφο ποῦ πρόσμενε ǀ ’ς τὸ δάσος καὶ τὸ βροχοδέρνει ΚΠαλαμ ἕνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA