ἀχνότιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνότιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχνότιστος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χνοτιστὸς<χνοτίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐλθὼν εἰς ἐπαφὴν μὲ χνότα σύνηθ: ᾿Αχνότιστο ποτήρι. 2) Ὁ μὴ ἀπόζων, ἐπὶ κρέατος ἢ θηράματος Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA