ἀχνοτύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνοτύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀχνοτύρι τό, ἀμάρτ. ἀγνοτύρι Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀχνιˬὰ (ΙΙ) καὶ τυρί.
Σημασιολογία
Τυρὸς κατασκευαζόμενος ἄνευ πυτίας ἐκ γάλακτος ἀμελγομένου εὐθὺς μετὰ τὸν τοκετὸν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA