ἀναχαλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχαλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχαλῶ Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνεχαλῶ Ἰκαρ Ἀόρ. ἀνεχάλακα Ἰκαρ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναχαλῶ. Ὁ ἀόρ κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τοὺς ἀρχαιόθεν κληρονομηθέντας ἄορ. εἰς - κα. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,453 καὶ 546.
Σημασιολογία
1) Καθιστῶ τι χαλαρόν, χαλαρώνω Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Ἀναχαλῶ τὰ παννιˬὰ (μειῶ τὴν ἔντασιν τῶν ἱστίων πλοίου) Λεξ. Δημητρ. Συνών. λασκάρω. Πβ. χαλῶ. 2) Ἀνοίγω Ἰκαρ : Ἀνεχάλακέ μου τὴν γιστέρνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA