βρόχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρόχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βρόχος (Ι) ὁ, Σῦρ. βροῦχος Θήρ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. βροχὴ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ος. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 60.
Σημασιολογία
Ραγδαία, ἰσχυρὰ βροχὴ ἔνθ’ ἀν.: Ἔπιˬασε ἕνας βρόχος Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA