ἁρμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁρμίζω Στερελλ. (Μεσολόγγ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἅρμη ἢ ἐκ τοῦ μεσν. ἁλμίζω. Πβ. Εὐσταθ. ᾿Ιλ. 280,33 «κατὰ γὰρ τοὺς παλαιοὺς ταύτης... τὰ θεμέλια ὑπὸ θαλάττης ἀλμίζεται».

Σημασιολογία

Βρέχω δι᾿ ἁλμυροῦ ὕδατος: Ἀρμίζω τὰ τηγάνιˬα (βρέχω τὰ ἁλοπήγια κατὰ τὴν κατασκευὴν των διὰ θαλασσίου ὕδατος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/