βροχοχάλαζο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχοχάλαζο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βροχοχάλαζο τό, ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλληκάρ. 63 –Λεξ. Βλαστ. 360 Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βροχὴ καὶ χαλάζι.

Σημασιολογία

Βροχὴ μετὰ χαλάζης ἔνθ’ ἀν.: Παίρνουν τὰ παλαμάριˬα μέσα, ἁπλώνουν τὰ παννιˬὰ καὶ μὲ τὸ κίνημά τους ξεσπάει τὸ βροχοχάλαζο ΓΒλαχογιάνν ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/