βροχώτριˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχώτριˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βροχώτριˬα ἡ, Θρᾴκ. (Μυριόφ.)

Ετυμολογία

Θηλ. τοῦ οὐσ. *βροχωτής.

Σημασιολογία

Ἡ γυνὴ ἡ κρατοῦσα διὰ τῶν χειρῶν της ἀπὸ τὰς μασχάλας τὴν λεχώ, ὅταν τίκτῃ (ἐκ τοῦ ἔθους καθ’ ὃ ἡ γυνὴ κατὰ τὸν τοκετὸν στηρίζεται ἀπὸ τὰς μασχάλας της εἰς σχοινίον κρεμάμενον ἐν εἴδει βρόχου ἐκ τῆς ὀροφῆς τῆς οἰκίας πρὸς διευκόλυνσιν τοῦ τοκετοῦ). Πβ. σφίχτρα (ἰδ. σφίχτης).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/