ἀχνούδωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνούδωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχνούδωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀχνούδουτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. χνουδωτός.
Σημασιολογία
1) Ἀχνούδιˬαστος, ὃ ἰδ., σύνηθ. 2) Ἐκεῖνος εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ὁποίου δὲν ἀνεφύη χνοῦς τῆς ἥβης σύνηθ.: ᾿Αγώρι-παλληκάρι ἀχνούδωτο. Ἀχνούδωτα μάγουλα-χείλη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA