βρυάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρυάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρυάζω (Ι) πολλαχ. βρυάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) βιρυˬάζω Πελοπν. (Λάστ.) βιρυˬάζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βρυγιˬάζω Ἄνδρ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀχαΐα) βιρυˬάζου Προπ (Ἀρτάκ.) βιρυˬάω Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) βουρυˬάζω Ἤπ. φρυάζω Πελοπν. (Μάν.) ἀβρυάζω Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Κύθν. –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 382 ὀβρυάζω Κρήτ. βκάζω Κύπρ. ἀβκάζω Κύπρ. ἀβρυˬῶ Κρήτ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. βρυάζω=ἐξοιδαίνομαι, πρήσκομαι, ἐγκυμονῶ, ἀναβλύζω. Διὰ τὸν τόπον βκάζω ἰδ. ΧΠαντελίδ. Ἀφιέρωμ. εἰς ΓΧατζιδ. (1921) 208.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὑπάρχω ἐν ἀφθονίᾳ, βρίθω πολλαχ.: Ἠβρυάσανε οἱ πεντικοὶ Κίμωλ. Ἐβρυάσαν οἱ ψύλλοι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐφέτο λάχανα βρυγιˬάζουν ὅπου νά πάς Πελοπν. (Ἀχαΐα). Βρυάζουν οἱ ἀργάτες Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Βρυάζ’ ἡ πέρδικα Σέριφ. Ἐβρυάσαν οἱ καρποὶ Χίος. Ἡ παπαρούνα χῦμα ἐκεῖ βρυάζει ΓΒλαχογιάνν. Πεταλ. 7. Ὁ κόσμος βρυάζει σὰν μυρμηκιˬὰ ξεχυμένη ΑΤανάγρ. Ἄγγελ. ἐξολόθρ. 201 || Φρ. Μοῦ βρυάζανε (μοῦ ἐπερίσσευσαν) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σοῦ βρύαξε (εἰρωνικῶς πρὸς τοὺς διεκδικοῦντας τι ἄνευ δικαιώματος) Πελοπν (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Κορινθ.) Σοῦ ’φρυˬαξε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μάν. Βρυάζει (ἀρκεῖ, φθάνει) Πελοπν. (Δημητσάν.) || Παροιμ. Τὸ μοναστήρι νά ’ν’ καλὰ κ’ οἱ καλογέροι βιρυˬάζουν (ὑπάρχοντος τοῦ βασικοῦ πράγματος τὰ δευτερεύοντα ἀφθονοῦν) Πελοπν. (Κίτ. Μάν). || ᾎσμ. Ἐγώ, ψυχή μου, σ’ ἀγαπῶ, μὰ δὲ βολοῦν οἱ τρόποι, οἱ δρόμοι μας εἶναι στενοί, βρυάζουν οἱ ἀνθρῶποι Ἤπ. || Ποίημ. Σοῦ ’πα πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ξεσπερμέψῃ ὁ ξένος, ποῦ φύτρωνε σὰν κύππερι καὶ σὰν τὴν ἀγριάδα, κιˬ ἀπ᾿ ἄκρη ᾿ς ἄκρη ἀβρύαζε κ’ ἔπνιγε τὴν Ἑλλάδα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βρυμιδιˬάζω. β) Εἶμαι πλήρης πράγματός τινος Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ.: Ὁ δεῖνα βρυάζ’ ψεῖρις Ζαγόρ. 2) Πληθύνω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κίτ. Κόρινθ. Λάστ. Μάν.): Ἐμεῖς ἐτρυγήσαμε κ’ ἐβγάλαμε πολὺ λᾴδι, μᾶς τὸ βίρυˬαξε ὁ Θεὸς Κίτ. Τὸ βρύαξε ὁ Θεὸς τὸ τάρι μου φέτος Κορινθ. || Φρ. Νὰ dοὺς τὸ βιρυˬάξῃ ὁ Θεός! (εὐχὴ) Κίτ. || Παροιμ. Ὅσο βρυάζει ὁ Θεὸς τὸ γέννημα, παίρνει ὁ διάβολος τ᾽ ἀλεύρι Ἀρκαδ. κ.ἀ. β) Παράγω θόρυβον καὶ ταραχὴν Κρήτ.: Ὀβρύαξε ἐπαὲ ὁ κόσμος. 3) Ἀναβλύζω, ἀναβρύω ὕδωρ, ἐπὶ ἐδάφους Κύπρ.: ’Ποὺ τὲς πολλὲς βροὲς ποῦ ᾽καμε φ-φέτι ἐβκάσαν οἱ τόποι--ὅποθ-θεν ρέζεις τρέχουν νερὰ (ρέζω= περνῶ διαβαίνω) Κύπρ. Καὶ ἀμτβ. Ἄνδρ.: Βρυγιˬάζει τὸ νερό. Β) Μεταφ. 1) Σφριγῶ, σπαργῶ Ρόδ. Λέσβ. 2) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ μανιώδους ὀργῆς, φρυάσσω Ἤπ.: ᾎσμ. Ἐξύπνησεν ὀ Χαντσερῆς καὶ σκούζει καὶ βρυάζει, βρίσκει τὲς πόρτες του κλειστὲς καὶ τὰ θεριˬὰ λυμένα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/