βρυάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρυάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρυάζω (ΙΙ) Κάρπ. ἀβρυάζω Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) ὀβρυάζω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βρύο.

Σημασιολογία

Πληροῦμαι βρύων ἔνθ’ ἀν.: Ὀβρυάζου dὰ δεdρὰ Σφακ. || Παροιμ. Ἄν δὲ bολυκαιρίσῃ ἡ πέτρα ᾿ς τὸ νερό, δὲν ὀβρυάζει (ἐπὶ ἐκείνου ὅστις ἀποτυγχάνει εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις του, διότι μεταβάλλει συχνὰ ἐπάγγελμα) Κρήτ. ‖ ᾎσμ. Βρίσκω τὴ βρύσι κ᾽ ἔστεκε κ’ ἤτονε κιˬ ἀβρυˬασμένη, ἀβρυˬά ᾽χε κιˬ ἀβρυˬοκάλαμα κιˬ ὥρα͜ιο περιbοκλάδι (περιbοκλάδι=κισσὸν) Κρήτ. Συνών. βρυώνω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/