βρύζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρύζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρύζω ἀμάρτ. βρύζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. βρύω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 276.
Σημασιολογία
Βρυανίζω, ὃ ἰδ.: Βρύζ’ νιρό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA