ἀναχλὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναχλὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀναχλά ἐπίρρ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ. Οἰν.)-ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 48 ἀνάχλα Πελοπν. ἀλαχνὰ Πελοπν. (Λακων. Οἴτυλ.) ἀναχλιˬά Πελοπν.(Γέρμ. Μάν.) ἀνάχλιˬα Καρπ ἀνάγλιˬα Καρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναχλός.

Σημασιολογία

1) Ἐλαφρῶς, ἐξ ἐπιπολῆς, ἐπαναλαμβανόμενον πολλάκις δὶς πρὸς ἐπίτασιν τῆς σημ. Καρπ Πελοπν. (Οἰν. Οἴτυλ.): Ἀνάχλιˬα ἀνάχλιˬα ἢ ἀνάγλιˬα ἀνάγλιˬα τρῖβγε το νὰ μὴν κακοφορμίσῃ-νὰ μὴν πονῇ Καρπ Πᾶρ’τα ἀλαχνά ἀλαχνὰ γιˬὰ νὰ μὴ σηκωθῇ μπουχός (ἐνν. τὰ σκουπίδια. Μπουχός=κονιορτὸς) Οἴτυλ. Συνών. ἀλαφρὰ 2, ἀνάλαφρα 1, γλυκά, μαλακά. Πβ. ἀγάληˬα 1, ἀπαγάληˬα, σιγά, σιγανά. 2) Οὐχὶ εἰς πολὺ βάθος, ἀβαθῶς Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν. Μεσσ κ. ἅ) -ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ᾶν. : Τὸ παλούκι εἶναι ἀναχλὰ βαλμένο Μεσσ. Τὴν ἔβαλε άναχλ’ ἀναχλά ᾿ς τὸ σελάχι ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ρηχά. 3) Οὐχὶ σφικτά, χαλαρῶς Πελοπν.(Γέρμ.Λακων. Μάν. κ. ἀ.): Εἶναι δεμένο ἀναχλιˬὰ τὀ σκοινὶ Γέρμ. Εἶμαι ζωσμένος ἀναχλιˬά αὐτοθ. ǁ Παροιμ φρ. Ἀνάχλα ἀνάχλα λάχανα καὶ πλακωτὰ κουκκάκιˬα (ὅτι διὰ νὰ ψήσωμεν καλῶς τὰ χόρτα πρέπει νὰ ὑπάρχῃ εὐρυχωρία ἐν τῇ χύτρᾳ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὄσπρια) Πελοπν. Τσίτα τσίτα τὰ κουκκιˬά, ἀναχλὰ τὰ λάχανα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λακων. Συνών. ἀχαμνά, χαλαρά, ἀντίθ. σφιχτά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/