βρυοχόρταρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρυοχόρταρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρυοχόρταρο τό, ἀμάρτ. βρυˬοχόρταρο Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βρύο καὶ χορτάρι.

Σημασιολογία

Τὰ χόρτα τῆς παραλίας τὰ ὅμοια πρὸς βρύα: ᾎσμ. Βρίσκω τοῦ ναύτη τὰ μαλλιˬὰ ᾿ς τὰ βρυˬὰ περιπλεμένα, ’ς τὰ βρυˬὰ καὶ ’ς τὰ βρυˬοχόρταρα καὶ ᾿ς τ᾿ ἄγρια καλαμάκιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/