βρυόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρυόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρυόχορτο τό, Ρόδ. –Λεξ. Βλαστ. 466.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρύο καὶ χόρτο.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν βρύον 1. ὃ ἰδ. Πβ. βρυοχόρταρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA