ἀναχνίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχνίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχνίζω ἀμάρτ. ἀνιθνίζου Ἴμβρ. Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνάχνα. Τὸ ἀνιθνίζου ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεθνίζω.
Σημασιολογία
Ἐκπέμπω, ἀναδίδω ἀτμόν, ἐπὶ ζέοντος ὕδατος ἢ θερμοῦ φαγητοῦ ἔνθ’ ἀν. : Τού νιρὸ βρά’ κιˬ ἀνιθνἰ’ Ἴμβρ. Τώρᾳ τοὺ κένουσα τοὺ φαγεῖ κιˬ ἀνιθνί’ αὐτοῦ Συνών. ἀχνίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA