ἀχνοφέγγαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνοφέγγαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀχνοφέγγαρο τό, ΦΠανᾶ Λυρικ. 193 καὶ 423.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχνὸς καὶ τοῦ οὐσ. φεγγάρι.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀχνὸ φεγγάρι: Ποίημ. Τὸ ἀχνοφέγγαρο ποῦ αἰώνιˬα σκορπίζει τὸ φῶς του τὸ φιλόστοργο ᾿ς τῆς γῆς τὴν ἀγκαλεˬὰ ἔνθ’ ἀν. 423. 2) Τὸ ἀσθενὲς φῶς τῆς σελήνης: Ποίημ. Κιˬ ὅταν μὲ τ᾿ ἀχνοφέγγαρο πετᾷς σὰν περιστέρι ἔνθ' ἀν. 193.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/