γεροντοφυτε͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοφυτε͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεροντοφυτε͜ιὰ ἡ, Ἰων. (Κρήν.) Χίος γεροντοφ᾽τε͜ιὰ Θρᾴκ. (Δημοκράν. Μυριόφ. Συληβρ.) γιρουντουφυτε͜ιὰ Εὔβ. (Αἰδηψ.) γιρουdουφ᾽τε͜ιὰ Ἴμβρ. Λῆμν. Σάμ. γιρ᾽ντουφυτε͜ιὰ Εὔβ. (Αἰδηψ.) γιιουdουφ᾽τγε͜ιὰ Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. φυτε͜ιά.
Σημασιολογία
1) Κυριολ., ἄμπελος παλαιὰ ἀνανεωθεῖσα διὰ καταβολάδων ἢ δι᾽ ἀποκοπῆς τῶν γηραιῶν κορμῶν μέχρι τῆς ρίζης καὶ ἀναβλαστήσεως νέων κληματίδων ἐκ τῶν ὑπὸ τὴν γῆν τυφλῶν ὀφθαλμῶν τοῦ φυτοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Πατέρα, τ᾽ ἀμπέ᾽ πάλιˬουσι. Τ᾽ χρόν᾽ νὰ τοὺ κάνουμι γιρ᾽ ντουφυτε͜ιὰ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Αὐτὸ τ᾽ ἀbέ᾽ μας γέρασι πλιˬά. Θὰ νὰ τοὺ κόψου κάτ᾽ ἀπ᾽τοὺ κούτσουρου, νὰ μετακινουργώσ᾽ νὰ γέ᾽ γιρουdουφ᾽τε͜ιὰ Σάμ. 2) Μεταφ., γέρων καλλωπιζόμενος διὰ νὰ φαίνεται νεώτερος Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Σαμοθρ. Σάμ.: Τώρα τὰ γίνῃς γεροντοφ᾽ τε͜ιὰ (θὰ γίνῃς νεώτερος, θὰ ξανανιώσῃς) Μυριόφ. 3) Μεταφ., ὁ γεννηθεὶς ἀπὸ ἡλικιωμένους γονεῖς Ἴμβρ. Συνών. βλ. εἰς λ. γεροντόσπερμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA