ἀναχτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχτίζω Κρήτ. ἀνεχτίζω Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀνακτίζω.
Σημασιολογία
1) Κτίζω ἐκ νέου, ἀνεγείρω τι. ἐρειπωθὲν Κρήτ.: ᾎσμ. Οὕλα ᾿γινἠκαν τρόχαλος καὶ πο͜ιός; νὰ τ’ ἀναχτίσῃ; Συνών. ξαναχτίζω. β) Ἐπιδιορθώνω Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Μωρὲ δὲ bάς ν᾿ ἀνεχτίσῃς τό dράφο τ᾿ ἀbελακιˬοῦ, μόνο θά πάς πάλι ’ς τὸ gαφενέ; 2) Οἰκοδομῶ, ἀνεγείρω, κτίζω Κάρπ. : ᾎσμ. Καὶ μέσα ᾿ς τἀ ριζόουνα τὴ μάντραν ἀνεχτίζει. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Περὶ δυστυχ. καὶ εὐτυχ. στ. 136 (ἔκδ. SLambros σ. 295) «θέλεις ἰδεῖν παράξενον τῆς δυστυχίας κάστρον, | τὸ ἀνέκτισεν ἡ συμφορά, τὸ ἀφιέρωσαν αἱ λῦπαι» Συνών. χτίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA