ἀνάχτορο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάχτορο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάχτορο τό. λόγ σύνηθ. ἀνέχτορο ἐνιαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ άρχ. οὐσ. ἀνάκτορον.

Σημασιολογία

Συνήθως κατὰ πληθ. ἡ κατοικία τοῦ βασιλέως : Ὁ βασιλιὰς κάθεται ᾿ς τ᾽ ἀνάχτορα. Φυλάει σκοπὸς ᾽ς τ’ ἀνάχτορα. Συνών. παλάτι. ǁ Φρ. Σπίτι ἀνάχτορο (πολυτελές).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/