βρυχισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρυχισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Γένος
Ουσιαστικό
Συχνότητα
Αρσενικό
Τυπολογία
βρυχισμὸς ὁ, ἀμάρτ. βρυτισμὸς Κύπρ. (Λεμεσ.) βρουχισμὸς Ἤπ. Κρήτ. (Βιάνν. Σητ. κ.ἀ.) –ΑΠροβελ. Ποιήμ. 1, 37 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 139 βρυκημὸς Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βρυχισμὸς=θρῆνος, κλαυθμός Πβ. Ἰμπέρ. καὶ Μαργαρ. στ. 180 (ἔκδ. SLambros) «την ξενιτειὰν βρυχίζονται πῶς νὰ τὴν ὑπομένουν ǀ μὲ λύπες καὶ μὲ κλάματα καὶ βρυχισμοὺς μεγάλους». Ὁ τύπ. βρουχισμὸς καὶ ἐν Ἑρωτοκρ. Β955 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) μ’ ἀγριώτατον ἀνάβλεμμα καὶ βρουχισμοὺς μεγάλους». Ὁ τύπ. βρυκημὸς διὰ τὸ βρυκοῦμαι, δι᾽ὃ ἰδ. βρυχε͜ιέμαι. Τύπος βρυχημὸς καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Βρυχηθμός, μούγκρισμα Ἤπ. Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) –ΑΠροβελ. ἔνθ’ ἀν. ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν.: Μᾶς ξεκώφαιναν οἱ βρόντοι καὶ τὰ ρεκάσματα κ᾿ οἵ βρουχισμοὶ τοῦ ἀνήμερου ἀστραποπέλεκα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Ὁ Μιχαήλης Ἀρχάγγελος ἤκουσε τὸ βρουχισμὸ (ἐπῳδὴ) Κρήτ. ‖ ᾎσμ. Τσῆ θαλάσσας τὸ βρουχισμὸ ἀκούω καὶ τρομάσσω, τσ᾽ ἀγάπης μου τὸ χωρισμὸ πῶς θά τονε βαστάξω! Κρήτ. || Ποίημ. Ἀλλ᾿ ἕνας βρουχισμὸς μᾶς κυνηγάει, σὰν ὅταν ᾿ς τὸ γιˬαλὸ τὸ κῦμα σπάῃ ΑΠροβελ. ἔνθ’ ἀν. 2) Θόρυβος μετὰ φωνῶν Κύπρ. (Λεμεσ.): ’Ποὺ τοὐς καφκάες ταὶ τὲς φωνὲς τὲς πολλὲς ἦτον βρυτισμὸς ’τεῖ μέσα ’τεῖ. ᾿Εσυνάντησαν τὰ κωπελλούδκιˬα τσ᾿ ἔν ἀκούεις ἄλλον ’πὸ ᾽να βρυτισμόν. β) Ἐλαφρὸς θόρυβος, θροῦς Κύπρ.: ᾎσμ. Σήμερον ἀκούω θρῦλον ǀ καὶ τὸν βρυκημὸν τῶν φύλλων 3) Κελάηδημα Κρήτ. (Βιάνν.): ᾎσμ.: Τῶν ἀηˬδονιˬῶν ὁ βρουχισμὸς ’ς τὸν οὐρανὸν ἐβῆκε (ἐβῆκε=ἀνέβη). Πβ. βρυχητός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA