ἀναχτυπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχτυπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχτυπῶ ἀμάρτ. ἀνεχτυπῶ Κύθν. Νάξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. χτυπῶ.
Σημασιολογία
Πάλλομαι, ἐπὶ τῆς καρδίας ἔνθ’ ἀν. : Ἀναχτυπᾷ ἡ καρδιά μου Κύθν. Ἠνεχτύπησεν ἡ καρδιˬά τωνε Ναξ. Συνών. ἀποχτυπῶ, καταχτυπῶ, χτυπῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA