βρῶμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρῶμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
ουσιαστικό
Γένος
ουδέτερο
Τυπολογία
βρῶμα τό, Κάρπ.
Χρονολόγηση
αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οῦσ. βρῶμα.
Σημασιολογία
1) Τροφή: Παροιμ. φρ. Ἔψιμα πουλτσὰ κοράκου βρῶμα (τὰ ὄψιμα ὀρνίθια δὲν προφθάνουν νὰ μεγαλώσουν καὶ εὐκόλως γίνονται βορὰ τῶν κοράκων). 2) Τὸ εἰς μύλον εὐθὺς μετὰ τὴν χαραγὴν τῶν μυλοπετρῶν ἐγχεόμενον ποσὸν κριθῆς πρὸς ἀλεσιν (πβ. βρωματίζω). 3) Κατὰ συνεκδ. ἡ μεταξὺ τῶν δύο μυλοπετρῶν ἀπόστασις, ἡ κοιλότης ὅπου τριβόμενος ὁ καρπὸς γίνεται ἄλευρον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA