βρωμάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
ουσιαστικό
Γένος
θηλυκό
Τυπολογία
βρωμάδα ἡ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. -ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 4. βρουμάδα Λέσβ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οῦσ. βρῶμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -αδα (Ι).
Σημασιολογία
1) Βρῶμα Α1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Τοῦ ψάρ’ βγάζ’ μνιˬὰ βρουμάδα Λέσβ. 2) Μετων. γυνὴ κακῆς διαγωγῆς ἢ ἀντιπαθητικὴ Λέσβ. Πβ. βρῶμα Β2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA