γεροπεῦκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροπεῦκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροπεῦκος ὁ, Πελοπν. (Βούρβουρ.) Κύπρ. (Καλοπαναγ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) – Κ. Παλαμ., Γράμματ., 2, 182. Π. Βλαστ., Ν. Ἑστ. 19 (1935), 47 γιρουπεῦκους Εὔβ. (Ἄκρ.) γερόπευκος Γ. Στρατήγ., Τὶ λέν τὰ κύμ., 55

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. πεῦκος.

Σημασιολογία

Πεύκη γηραιά, μὲ ἐκτεινομένους κλώνους, κορμὸν χονδρὸν καὶ σκιὰν παχεῖαν ἔνθ᾽ άν.: Ἴσιˬα πάνου τὴ ράχη θὰ βρῇς ἕναν γεροπεῦκο μὲ παχὺν ἥσκιˬο Βούρβουρ. Ἦταν ἕνας γεροπεῦκους ᾽κεῖ κουντὰ ᾽ς τοὺ ρέμα, θηρίους· τρακόσιˬα πρόβατα στά᾽ζαν ᾽ς τοὺν ἥσκιˬου τ᾽ Ἄκρ. Ἀκούμπησα καθιστὸς σὲ διπλανὸ γεροπεῦκο Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. || Ποιήμ. ᾽Σ ἕναν παλιˬὸ γερόπευκο καθότανε γεράκι καὶ γιὰ τὴν κυνηγιˬάρα του παινεύοταν ζωὴ Γ. Στρατήγ., ἔνθ᾽ ἀν. Θυμᾶσαι; ὁ γεροπεῦκος μας τραγουδιστᾶδες εἶχε Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/