γεροπλιάκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροπλιάκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροπλιάκος ὁ, Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) γιρουπλιάκους Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. πλιάκος (= γέρων). Διὰ τὴν σύνθεσιν πβ. γεροντόγερος, γεροπέμπερος. Βλ. καὶ Ἰω. Καλλέργ., Ἀθηνᾶ 55 (1951), 366.

Σημασιολογία

1) Γεροντόγερος, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ντίπ γιρουπλιάκος κατἀντ᾽σι οὑ Θουμᾶς τ᾽ς Κατιρίνας Κουκούλ. 2) Σκωπτικῶς, ὁ γέρων Ἤπ. (Ἰωάνν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/