γεροπρίναρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροπρίναρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροπρίναρος ὁ, Γ. Βλαχογιάνν., Μεγάλ. Χρόν., 41.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. πρίναρος, μεγεθ. τοῦ πρῖνος.

Σημασιολογία

Πρῖνος μεγάλη μὲ πολλοὺς καὶ ἐκτεταμένους κλώνους καὶ κορμὸν μεγάλον καὶ γηραλέον: Νὰ καὶ τὸ σπίτι τὸ δικό σου. Νάτος κιˬ ὁ γεροπρίναρος ὁ φουντωτός, νά καὶ τὸ ξεροπήγαδο ᾽ς τὴν πέτρινη αὐλή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/