ἀχόλιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχόλιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχόλιˬαστος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀχόλιˬαστους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀχόλστος Πόντ. (Τραπ.) ἀχόλιˬαστε Τσακων. ἀχόλιˬατε Τσακων. ἀχόλιˬαγος Λεξ. Δημητρ. ἀνεχόλιˬαγος ᾿Ιόνιοι Νῆσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χολιˬαστὸς<χολιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ὀργισθεὶς ἢ ὁ μὴ ὀργιζόμενος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Τσακων.: Περνῶ ἀχόλιˬαγος τὸν καιρό μου Λεξ. Δημητρ. ᾽Εφύντζε ἀχόλιˬαστε (ἔφυγε χωρὶς νὰ θυμώσῃ) Τσακων. Συνών. *ἀπαραχόλιˬαστος. β) Ὁ μὴ δυσαρεστηθεὶς Ἴμβρ. Πελοπν. (Κορινθ. κ.ἀ.)-Λεξ. Δημητρ.: Ὕστερα ἀπὸ ὅσα μοῦ ἔκανε δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι ἀχόλιˬαστος μαζί του Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ μὴ χολούμενος, ὁ ἠπίου χαρακτῆρος, ἀόργιστος πολλαχ.: ’Αχόλιˬαστος ἄνθρωπος, ποτὲ δὲ χολιˬᾷ πολλαχ. || Γνωμ. Οὑ ἀχόλιˬαστους οὑ ἄνθρουπους δὲ γιράει πουτὲ Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Ποίημ. Μὰ ἦταν ὁ Χάρως σπλαχνικὸς κιˬ ἀχόλιαστο τὸ φίδι ΣΠερεσιάδ. ᾿Εσμὲ 79. Συνών. ἄχολος 1 3) 'Ενεργ. ὁ μὴ προξενῶν δυσαρεσκείας, ὁ μὴ προξενῶν ἔριδας ᾿Ιόνιοι. Νῆσ. || Γνωμ. Τὸ ναὶ ἤ τὸ ὄχι, αὐτὸ εἶναι τ᾽ ἀνεχόλιˬαγο (ἡ εἰλικρίνεια καὶ σαφήνεια προλαμβάνουν ἔριδας).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/