βρωμεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρωμεύω Ἰόνιοι Νῆσ. (Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ. κ.ἀ.) Κρήτ. -(Νουμ. 1910 σελ. 214). βρουμεύου Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρῶμα (ἡ).
Σημασιολογία
1) Μολύνω, ρυπαίνω, λερώνω ἔνθ' ἀν.: Τὸ κάνω γιὰ νά ’ρχουνται ἴσα κάτω οἱ ἄρρωστοι χωριˬᾶτες καὶ νὰ μὴ βρωμεύουνε τὴ μπασιˬὰ τοῦ ἄλλου σπιτιοῦ (Νουμ. ἔνθ᾽ ἀν.) Βρωμεύτηκε ὁ δεῖνα Κέρκ. Μὴν πάς ἐκεῖ, γιˬατὶ θὰ βρωμευτῇς Κέρκ. || Παροιμ. φρ. Δὲ βρωμεύοντ’ οἱ χεσμένοι Ἰόνιοι Νῆσ. Καὶ ἀμτβ. μολύνομαι Κρήτ.: Παροιμ. φρ. Πρὶ βρωμέψῃ ἡ πληγὴ τσῆ βάνου τὸ βοτάνι. 2) Ἀμτβ. ἀποπνέω δυσοσμίαν, ὄζω Θρᾴκ. (Αἶν.) Πβ. βρωμέζω, βρωμῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA