ἀνάχωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάχωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάχωμα τό, Λεξ. ΜΕγκυκλ Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀνέχουμα Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀνάχωμα.
Σημασιολογία
1) Σωρὸς χώματος σχηματισθεὶς εἴτε ἐπίτηδες ὡς φράκτης εἴτε τυχαίως ἐκ τοῦ ἐκβαλλομένου ἀπό τινος ὀρύγματος χώματος Λεξ. ΜΕγκυκλ Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Ἀνάχωμα γῦρο ᾿ς τὀ ἀμπέλι Λεξ. Δημητρ. 2) Ἀνακομιδὴ λειψάνων τεθνεῶτος Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA